- στενοχωρητικός
- -ή, -όν, Μ [στενοχωρῶ]1. αυτός που επιφέρει στενοχώρια2. στενοχωρημένος3. (κατ' επέκτ.) δυσάρεστος («συνίημι βίον ἕλκειν σε στενοχωρητικὸν ἐν τῷ παρόντι διωγμῷ», Στουδ. Θεόδ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενοχωρητικόνστενοχώρια, θλίψη.
Dictionary of Greek. 2013.